- σκοτοιβόρος
- σκοτοιβόρος, ον, ([etym.] βορά)A devouring in the dark: metaph., malicious, mischievous, Eust.1496.38, cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτοιβόρος — devouring in the dark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτοιβόρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που τρώει ή κατατρώει στο σκοτάδι 2. μτφ. ύπουλος, δόλιος, καταστρεπτικός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «συννεφής, σκοτεινός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος. Το οι τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρ.… … Dictionary of Greek
σκοτοιβόρον — σκοτοιβόρος devouring in the dark masc/fem acc sg σκοτοιβόρος devouring in the dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)